κυνηγικός

κυνηγικός
κῠνηγ-ικός, ή, όν,
A of or for hunting,

τόποι PGrenf.2.71

i15 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυνηγικός — κυνηγικός, ή, όν (AM) [κυνηγός] πάπ. αυτός που έχει σχέση με το κυνήγι ή είναι πρόσφορος γι αυτό («κυνηγικοὶ τόποι») …   Dictionary of Greek

  • κυνηγικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγικῆς — κυνηγικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγικῇ — κυνηγικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγικήν — κυνηγικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”